- καβαλίνα
- η(λ. λατ.), κοπριά αλόγου ή άλλου ζώου: Ο στάβλος μυρίζει καβαλίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καβαλίνα — η (Μ καβαλλῑνα και καβαλλίνα) η κοπριά τού αλόγου ή και άλλων υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. επίθ. caballinus «αλογήσιος» (< λατ. caballus «ίππος»] … Dictionary of Greek
CABALLINUS — I. CABALLINUS cognomen inditum Constantino Copronymo Imperatori Constantinopol. quod equini stercoris (Caballinum dicti, qpud Marcellum Empiricum c. 8. et 10.) odore ac tactu delectaretur. Anastasius ad Synodum VIII. Constantinopol. Stercoralis… … Hofmann J. Lexicon universale
ποντικοκάβαλο — το, Ν ποντικοκούραδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντίκι + καβαλίνα «κοπριά ζώου»] … Dictionary of Greek